ἐξοχότης

ἐξοχότης
ἐξοχ-ότης,
A eminentia, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξοχότητα — και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης) 1. η ιδιότητα τού έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή 2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης». [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)] …   Dictionary of Greek

  • Κρεββατά, Μαρίκα — (1910 – 1994). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Προερχόταν από θεατρική οικογένεια και εμφανίστηκε πολύ μικρή στη σκηνή κοντά στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1925 πραγματοποίησε την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση και μέχρι το 1935 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”